Μπρούσκο: «Ξέρεις ότι θέλω εκδίκηση, ξέρεις ότι δεν θα τ’ αφήσω»

Αγριεύουν τα πράγματα στο «Μπρούσκο». Η υπόθεση με τους τοκογλύφους και τον Αλκιβιάδη έχει αρχίσει να ξεφεύγει επικίνδυνα. Ηδη υπάρχουν δύο θύματα, ο αδελφός του Ανδρέα και το τσιράκι του Αλκιβιάδη είναι νεκροί. Στο στόχαστρο του αδίστακτου Αλκιβιάδη έχει μπει ο Ανδρέας και έχοντας βρει σύμμαχο τον παρανοϊκό Πάτροκλο, συνεχίζει την εγκληματική του δράση.

To σχέδιό τους τώρα λέει να τον παρακολουθούν και έτσι έχουν βάλει ανθρώπους οπλισμένους έξω από το σπίτι της Αναστασίας. Ωστόσο, η Αναστασία ένα βράδυ καταλαβαίνει ότι την παρακολουθούν. Παίρνει το όπλο της και βγαίνει έξω: «Σταμάτα! Θα σου ρίξω! Κόλλα την πλάτη σου στον τοίχο», λέει σε ένα άντρα του Αλκιβιάδη και βάζοντάς του το όπλο στο κεφάλι λέει: «Λέγε ποιος είσαι και τι θέλεις μέσα στον κήπο του σπιτιού μου». Αυτός δεν μιλάει και ξαφνικά της κάνει επίθεση. Ορμάει και πετάει το όπλο από το χέρι της, το όπλο όμως πέφτει πολύ μακριά και η Αναστασία τρέχει να το πιάσει. Μέχρι να το φτάσει, αυτός έχει φύγει από τον κήπο. Οταν το μαθαίνει ο Αλκιβιάδης γίνεται έξαλλος: «Πήγαν οι ηλίθιοι και χώθηκαν στον κήπο της Αναστασίας. Λες και δεν μπορούσαν να τσεκάρουν από μακριά αν ο Ανδρέας Ρασιδάκης μένει εκεί μόνιμα. Λοιπόν, έμαθα ότι ο Ρασιδάκης έφυγε για Αθήνα», λέει στο Πάτροκλο, του οποίου το μάτι γυαλίζει και δηλώνει: «Οταν επιστρέψει να τελειώνουμε μαζί του». Η Αναστασία λέει στον Ανδρέα τι έχει συμβεί κι εκείνος τρελαίνεται: «Την τύχη μου μέσα! Θέλω να προσέχεις! Ακούς;», της λέει και η Αναστασία τον ενημερώνει ότι έχει ειδοποιήσει τρεις δικούς της οπλισμένους άντρες να την φυλάνε. Την ίδια στιγμή, ο Πάτροκλος μιλάει με τον Διαμαντή για τα γεγονότα και του δηλώνει: «Τελείωσε, με το που θα επιστρέψει από Αθήνα ο Αντρέας Ρασιδάκης, θα τον βγάλουμε από τη μέση. Αυτός ο τύπος έχει φάει δύο ανθρώπους του κυκλώματος. Δεν μπορεί να το αφήσουμε αναπάντητο. Θα ξεθαρρέψουν και οι άλλοι μετά».

Ο Πάτροκλος, στο μεταξύ, εκτός από τα μπλεξίματα που έχει με τους τοκογλύφους, έχει ακόμα ένα θέμα ανοιχτό που τον καίει ακόμα περισσότερο. Πρόκειται για τη Δήμητρα, η οποία του έχει γίνει έμμονη ιδέα. Οπως θα δούμε, για τη γυναίκα του αδελφού του φτάνει στα άκρα. Μόλις βλέπει ότι η Δήμητρα δεν ανταποκρίνεται τόσο θερμά, την απειλεί: «Θα σε σκοτώσω, θα τους σκοτώσω όλους και μετά θα σκοτωθώ», της λέει και την τρομάζει. Μετά όμως από μια άκρως ερωτική συνάντηση μαζί της, ο Πάτροκλος παίρνει μια σατανική απόφαση: «Θα σκότωνα οποιονδήποτε για χάρη σου, για να μη σε βλέπω δυστυχισμένη», της λέει και στο διεστραμμένο του μυαλό μπαίνει η ιδέα να σκοτώσει ακόμα και τον αδελφό του. Ετσι κάνει δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του Νεκτάριου. Τη μια κρυμμένο μέσα στο σκοτάδι τον σημαδεύει με όπλο και από μια απλή συγκυρία δεν τον πετυχαίνει και την άλλη τον καλεί σε ραντεβού θανάτου και λίγο πριν του μπήξει το μαχαίρι πισώπλατα, ένα τηλεφώνημα του αλλάζει τα σχέδια. Ομως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την ιδέα…
Στα Χανιά ο Αλέξης παρακολουθείται στενά από άντρες του Αλκιβιάδη που έχουν βάλει σκοπό να τον καθαρίσουν. Αυτός τρομαγμένος τη γλιτώνει την πρώτη φορά, κάνοντας τον Αλκιβιάδη έξαλλο. Ετσι αναλαμβάνει δράση ο Πάτροκλος, ο οποίος του στήνει καρτέρι σε ένα ερημικό δρόμο. Κρύβεται και όταν περνάει από μπροστά του ο Αλέξης τον πυροβολεί με ένα όπλο με σιγαστήρα. Ο άντρας πέφτει αιμόφυρτος στο δρόμο και ο Πάτροκλος του παίρνει το κινητό από την τσέπη και εξαφανίζεται. Λίγο αργότερα περαστικοί βλέπουν τον Αλέξη στα αίματα και τον μεταφέρουν μισοπεθαμένο στο νοσοκομείο. Την ίδια στιγμή, άντρες της Αναστασία ανταλλάσσουν πυροβολισμούς με άντρες του Αλκιβιάδη έξω από την πόρτα της, ενώ ο Αντρέας είναι πλέον σίγουρος ότι θέλουν να τον σκοτώσουν: «Δεν θα κάνουν κακό στην Αναστασία, εμένα θέλουν», λέει στον Σήφη που ανησυχεί για τη ζωή της αδελφής του. Λίγο μετά ο Ανδρέας με τον Σήφη μαθαίνουν την απόπειρα δολοφονίας του Αλέξη. Ο Ανδρέας πηγαίνει στο νοσοκομείο όπου τον βλέπει σε πολύ κακή κατάσταση και αποφασίζει να δράσει: «Θα πρέπει να πάω στο χωριό να δω το θείο μου και τον ξάδελφό μου. Εχουν αγριέψει πολύ τα πράγματα», λέει και πηγαίνει να κανονίσει τα αντίποινα: «Οχι τώρα θείε, κι εσύ ξάδελφε. Μόλις βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Εχει σφίξει ο κλοιός», τους λέει και οι δικοί του συμφωνούν: «Εντάξει Ανδρέα, εντάξει. Οποτε πεις εσύ», του λένε, όμως επειδή ξέρει ότι το αίμα τους βράζει, ο Ανδρέας τούς τονίζει και πάλι: «Στο λόγο σου; Ξέρεις ότι θέλω να ορμήξω, ξέρεις ότι θέλω εκδίκηση, ξέρεις ότι δεν θα τ’ αφήσω να περάσει, αλλά όχι τώρα. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να πληρώσουν. Φάγανε τον αδελφό μου. Δεν θέλω να πάθεις τα ίδια! Θα πληρώσουν και σύντομα μάλιστα. Φεύγω. Θα είμαστε σε επικοινωνία», τους λέει και γυρίζει πίσω στα Χανιά.