Μπρούσκο: Η νύχτα ερωτικού πάθους του Ματθαίου με την Αναστασία

Από τη ΜΑΡΙΑ ΜΕΤΑΞΗΤΙΝΟΥ

Ο καιρός περνάει και η Αναστασία συνεχίζει όσο μπορεί τη ζωή της πλάι στον Ανδρέα, αλλά με την καρδιά και το μυαλό της πάντα κολλημένο στον Ματθαίο. Οσο και να μη θέλει να το παραδεχτεί, ο Ματθαίος είναι ο άντρας της ζωή της.

Η Αναστασία ακόμα τον αγαπάει και αυτό δεν μπορεί να το κρύψει, όσο κι αν προσπαθεί όσο κι αν λέει διαφορετικά πράγματα. Οπως εκμυστηρεύεται στην Αλκηστη: «Ο Ματθαίος ήταν η μεγάλη μου αγάπη, αλλά δεν ξέρω τι γινόταν και πάντα διάφορα πράγματα μας χώριζαν και η αγάπη μας γινόταν μίσος». Η Αλκηστις βλέπει σ’ αυτά της τα λόγια μια βαθιά αγάπη και της το λέει ξεκάθαρα, ενώ η Αναστασία για άλλη μια φορά το αρνείται. Ωστόσο, τα γεγονότα άλλα λένε. Η Αναστασία όμως όλο και πιο πολύ σκέφτεται τον Ματθαίο, μέχρι και στο όνειρό της έρχεται και την ταράζει γλυκά. Οπως ένα βράδυ που τον βλέπει να της λέει ότι θα είναι για πάντα μαζί και ότι πάντα την ήθελε, πάντα την αγαπούσε: «Αναστασία μου, σ’ αγαπάω και θέλω να μ’ αγαπάς κι εσύ το ίδιο», της λέει και η κοπέλα πετάγεται στον ύπνο της και φωνάζει: «Κι εγώ σ’ αγαπάω Ματθαίο μου και θα σ’ αγαπάω για πάντα». Ο Ανδρέας ξυπνάει από τη φωνή της και έξαλλος της λέει: «Τι είναι αυτά, βρε Αναστασία; Μπορώ να σε ακούω νομίζεις να φωνάζεις ότι αγαπάς τον Ματθαίο ακόμα;». Η Αναστασία προσπαθεί να του εξηγήσει ότι δεν ήταν παρά ένα όνειρο, αλλά ο Ανδρέας είναι πάρα πολύ πληγωμένος και θυμωμένος. Tο ζευγάρι περνάει τις επόμενες μέρες σχεδόν αμίλητο, ενώ ο Ματθαίος τηλεφωνεί στην Αναστασία για δουλειά και αποφασίζει να πάει στα Χανιά για να ολοκληρώσει κάποια θέματα με τη συνεργασία του με τους Ιταλούς.
Ο Ματθαίος την ίδια μέρα φτάνει στην Κρήτη και πηγαίνει κατευθείαν να συναντήσει την Αναστασία. Αφού λένε κάποια πράγματα για τη δουλειά, αλλά σε πάρα πολύ φιλικό έως ερωτικό κλίμα, ο Ματθαίος της λέει καληνύχτα και ετοιμάζεται να φύγει, όμως διστάζει, κάτι μέσα του δεν τον αφήνει να απομακρυνθεί από την Αναστασία. Ετσι γυρίζει και την κοιτάζει στα μάτια. Το ίδιο κάνει και η Αναστασία. Ο Ματθαίος με λατρεία και με φωνή που τρέμει από συγκίνηση της λέει: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, Αναστασία. Ολο αυτό τον καιρό σε σκέφτομαι συνέχεια. Δεν έχεις φύγει ποτέ από το μυαλό μου και την καρδιά μου. Δεν ξέρω πώς να ζήσω πια, γιατί μου λείπεις πολύ». Η Αναστασία βάζει τα κλάματα και πέφτει σαν τρελή στην αγκαλιά του και με μεγάλη τρυφερότητα και πόνο του απαντάει: «Κι εμένα Ματθαίο μού λείπεις πάρα πολύ. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, αλλά είσαι παντού, ακόμα και στα όνειρά μου, έρχεσαι και με αγκαλιάζεις και με φιλάς». Δεν προλαβαίνει να τελειώσει την εξομολόγησή της κι απελπισμένοι και οι δύο φιλιούνται με ένα τρελό πάθος.
Ο Ματθαίος βουρκωμένος και με απέραντη αγάπη στο βλέμμα του για την Αναστασία, της λέει: «Ελα μαζί μου, πάμε κάπου να είμαστε μόνοι μας. Εσύ κι εγώ μόνοι…». Η Αναστασία, επίσης παραδομένη στην αγάπη της για τον Ματθαίο, τον πιάνει από το χέρι, τον κοιτάζει στα μάτια και του λέει: «Ναι, σε θέλω πολύ. Πάμε όπου θέλεις εσύ». Το ζευγάρι μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει από το οινοποιείο, όπου μετά από λίγο φτάνουν στο ξενοδοχείο του Ματθαίου. Το πάθος είναι μεγάλο, σε όλη τη διαδρομή κοιτάζονται στα μάτια και δεν βλέπουν την ώρα που θα ενώσουν τις ψυχές τους, τα αισθήματά τους και τα κορμιά τους. Η φλόγα μεγάλη και μόλις φτάνουν, χωρίς να πουν λέξη πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον και αρχίζουν να φιλιούνται με πάθος. Οι κινήσεις τους ξεχειλίζουν από έρωτα, πάθος, αγάπη αλλά και απελπισία. Ο Ματθαίος της κρατάει τρυφερά το πρόσωπο με τα δυο του χέρια, την κοιτάζει βαθιά στα μάτια και τη φιλάει συνέχεια, θέλει να κερδίσει όλο αυτό τον χαμένο χρόνο μακριά της. Το ζευγάρι κάνει έρωτα με ένα πρωτόγνωρο πάθος, είναι μαζί μετά από πολύ καιρό και αισθάνονται σαν να είναι η πρώτη τους φορά. Είναι αγκαλιασμένοι και κοιτάζονται σαν να μην υπάρχει αύριο. Η τελευταία φορά που κάνουν έρωτα. Σκέφτονται και βουρκώνουν και οι δύο: «Τι κάνουμε Ματθαίο; Πού θα μας βγάλει αυτό, πες μου; Εχουμε περάσει τόσα, πώς μπορούμε να τα ξεχάσουμε και να προχωρήσουμε μαζί και πάλι τη ζωή μας;», του λέει και ο Ματθαίος πικραμένος της απαντάει: «Είναι αλήθεια, Αναστασία μου, δεν ξέρω πώς γίναμε έτσι. Πού πήγε αυτή η αγάπη, πώς μετατράπηκε σε μίσος, πώς έγινε οργή και πώς ξαναγίνεται έρωτας».