Ο Πάτροκλος ρίχνει τον Αχιλλέα και τον Σήφη στον γκρεμό

Ο Πάτροκλος τρέχει να προλάβει για να παραλάβει τους Ιταλούς από το αεροδρόμιο, πριν τον Σήφη και τον Αχιλλέα. Στο δρόμο βλέπει το αυτοκίνητό τους και τους κυνηγάει από πίσω, έχοντας μέσα και τη Χρυσάνθη, που έχει φρικάρει με τη συμπεριφορά του γιου της. «Κατέβασέ με κάτω. Γιατί τρέχεις έτσι; Κυνηγάς αυτούς; Ποιοι είναι;», του λέει, αλλά ο Πάτροκλος δεν της απαντάει. Η Χρυσάνθη τρέμει από το φόβο της. Ξαφνικά ακούγεται ένα τρομακτικό μπαμ, καθώς ο Πάτροκλος τους έχει χτυπήσει από πίσω με το αυτοκίνητο του. Στη συνέχει κάνει έναν επικίνδυνο ελιγμό και φεύγει. Η Χρυσάνθη βάζει τα κλάματα: «Παναγιά μου, τους χτύπησες. Σταμάτα είπα, σταμάτα», του φωνάζει, αλλά ο Πάτροκλος γκαζώνει πιο πολύ το αυτοκίνητο και η Χρυσάνθη ουρλιάζει: «Σταμάτα είπα, σε σιχαίνομαι», του λέει και ο Πάτροκλος σταματάει απότομα: «Τους έριξες στον γκρεμό. Ποιοι ήταν; Παναγιά μου, τι έκανες;». Ο Πάτροκλος την κοιτάζει με θολωμένο βλέμμα και της απαντάει: «Πήγαινε να τους σώσεις», ενώ τη σπρώχνει έξω από το αυτοκίνητο. Η Χρυσάνθη φεύγει σαν τρελή και ο Πάτροκλος γκαζώνει και φεύγει. Σε λίγα λεπτά φτάνει στο σημείο όπου έπεσε το αυτοκίνητο του Σήφη με τον Αχιλλέα και όπου έχει μαζευτεί πολύς κόσμος.